- λάρνακος
- λάρναξcoffermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CAERON — CAERON. Video esle viros doctos (inquit Bochart. l. 1. Phaleg. c. 3.) qui ab his dislentire Iosephum putant, cum arcae reliquias ostendi dicit l. 20. Iud. Ant. c. 2. in regione Καιρῶν Caron, quam Adiabenes Rex Monobazus dedit Izati filio; χώραν… … Hofmann J. Lexicon universale
LUBAR — Epiphan. l. 1. Hoeres. est mons ille, in quo Arca Noe constitit. Verba eius sunt: Μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἐπιςτάσης τῆς λάρνακος Νῶε εν τοῖς ὄρεσι τοῖς Α᾿ραρατ, ἀναμέσον Α᾿ρμενίων καὶ Καρδυέων εν τῷ Λουβὰρ οὔρει καλουμένῳ. Ε᾿κεῖσε πρῶτον κατοίκησις… … Hofmann J. Lexicon universale
ζύγαστρον — ζύγαστρον, τό (Α) 1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους 2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῑς δὲ ζύγαστρον καλεῑται τὸ γραμματοφυλάκιον» 3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» το κάλυμμα ή, κατ άλλους, τα κλειδιά τής λάρνακας. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek